- δίπρυμνος
- -η, -ο (Α δίπρυμνος, -ον)(για πλοίο) αυτός που έχει δύο πρύμνες, δηλ. πρύμνη όμοια σε σχήμα με την πλώρη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίπρυμνος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπρυμνον — δίπρυμνος masc/fem acc sg δίπρυμνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπρυμνα — δίπρυμνος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek